Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία Παίδων

  Η σπουδαιότητα των πρώτων χρόνων ζωής του παιδιού υποστηρίζεται όλο και περισσότερο από εξειδικευμένες ψυχολογικές και νευροαναπτυξιακές έρευνες , ως βασικός πυρήνας για το μέλλον των ανθρώπων . Η ψυχανάλυση , δια στόματος Freud αναφέρεται στο βρέφος σαν << πατέρα του ενηλίκου >> καθώς τα ψυχικά σχήματα , τα ψυχικά περιεχόμενα ,δηλαδή οι  αναπαραστάσεις ,οι  σκέψεις και τα συναισθήματα αποτελούν τη βάση της προσωπικότητας . Το παιδί όμως δεν είναι απλά ένας παθητικός δέκτης της συμπεριφοράς του γονέα  αλλά αντιθέτως μετέχει ενεργητικά στην σχέση και μπορεί να επηρεάσει έντονα τις αντιδράσεις του προσώπου φροντίδας .

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία παίδων , αναγνωρίζοντας λοιπόν την κρισιμότητα των πρώιμων συναισθηματικών εμπειριών του παιδιού με το περιβάλλον του , αποτελεί μια διαδικασία σε ένα πρώτο επίπεδο ανίχνευσης και πρόληψης και εν συνεχεία καθεαυτό θεραπευτική παρέμβαση η οποία εστιάζει τόσο στο ίδιο το παιδί , όσο στον γονέα αλλά στην δυναμική αυτής της αλληλεπιδραστικής σχέσης .

Η θεραπευτική θεώρηση βλέπει την συμπεριφορά του παιδιού ως παράγωγο των αμοιβαίων αλληλοσχετίσεων μεταξύ των ατομικών χαρακτηριστικών του παιδιού σε συνάρτηση με το αναπτυξιακό του σταδίο και τους δεσμούς αμοιβαίας αλληλεπίδρασης  με το περιβάλλον φροντίδας αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα. Ο αναλυτής παρεμβαίνει με κύριο μέλημα την διασφάλιση της ομαλής ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού , παρέχοντας τους απαραίτητους μηχανισμούς για να αντιμετωπιστούν νέα γεγονότα , νέα πρόσωπα και στρεσογόνες , φοβογόνες καταστάσεις .

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία παιδιού συνιστά μια διαδικασία φροντίδας , η οποία επισυμβαίνει σ’ ένα σταθερό τόπο και χώρο συνάντησης , σε κλίμα ασφάλειας φέροντας το παιδί σε επαφή σε έναν άλλο για τον οποίο του έχουν πει , ότι αυτός ξέρει να παίζει , γιατί έχει μάθει να μην παριστάνει τον μεγάλο και να ακούει το μέσα του ( Patrick Avrane ). Με αφετηρία την άποψη του S. Freud (1920) ότι τα παιδιά στο παιχνίδι τους επαναλαμβάνουν όλα όσα τα εντυπωσιάζουν στην πραγματική ζωή και έτσι ( …) εκφορτίζονται συναισθηματικά από την δύναμη της εντύπωσης , για να κυριαρχήσουν της κατάστασης , το παιχνίδι αποτελεί το βασικό εργαλείο της αναλυτικής θεραπευτικής διαδικασίας .

Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία παιδιού συνιστά μια διαδικασία φροντίδας , η οποία επισυμβαίνει σ’ ένα σταθερό τόπο και χώρο συνάντησης , σε κλίμα ασφάλειας φέροντας το παιδί σε επαφή σε έναν άλλο για τον οποίο του έχουν πει , ότι αυτός ξέρει να παίζει , γιατί έχει μάθει να μην παριστάνει τον μεγάλο και να ακούει το μέσα του ( Patrick Avrane ). Με αφετηρία την άποψη του S. Freud (1920) ότι τα παιδιά στο παιχνίδι τους επαναλαμβάνουν όλα όσα τα εντυπωσιάζουν στην πραγματική ζωή και έτσι ( …) εκφορτίζονται συναισθηματικά από την δύναμη της εντύπωσης , για να κυριαρχήσουν της κατάστασης , το παιχνίδι αποτελεί το βασικό εργαλείο της αναλυτικής θεραπευτικής διαδικασίας .

Το παιχνίδι συνδέεται , σε όλα τα επίπεδα της αλυσίδας των μετασχηματισμών εντός του ατόμου , από την σωματική έως την ψυχονοητική έκφραση . Ουσιαστικά μας δίνει πρόσβαση στο μεταβατικό χώρο μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας . Σε ορισμένες ψυχικές οργανώσεις παρατηρούμε ότι αυτή σύνδεση είναι είτε ελλειματική είτε συγκρουσιακή .  Τότε ο αναλυτής , καλείται να εκτιμήσει συνολικά τις ενδοψυχικές  ανεπάρκειες και συγκρούσεις της ψυχικής του εργασίας και να δανείσει στο παιδί τις δικές του συνδέσεις . Ο αναλυτής  είναι ο ώριμος εκείνος ψυχισμός , ο οποίος κρατά μέσα του τις διαδικασίες της συμβολοποίησης και αποσυμβολοποίησης , χωράει την εμπειρία του παιδιού , το βοηθά να την απαρτιώσει , να την νοηματοδοτήσει και του την επιστρέφει μετασχηματισμένη ώστε να μπορεί και εκείνο με τη σειρά του να την καταλάβει , να ανακουφιστεί και να προχωρήσει συναισθηματικά και αναπτυξιακά .

Με τον όρο παιγνιώδης δραστηριότητα , στην αναλυτική θεραπεία , αναφερόμαστε σε όλες εκείνες τις υποκινούμενες και οικειοθελείς ενέργειες , που επιτρέπουν στο παιδί να εκφράσει την ψυχο-συναισθηματική του υποκειμενικότητα και λειτουργούν ως πηγή αντλήσεως απόλαυσης , ενώ ταυτόχρονα καταστέλλουν τους φόβους και τις αναστολές , καθώς η εμπλοκή γίνεται με έναν τρόπο γνώριμο και οικείο . Η διαδικασία προσομοιάζει και μιμείται , τον τρόπο που μαθαίνει ο άνθρωπος να σχετίζεται με την πρωταρχική του σχέση με τη μητέρα ( τροφό – κύριο φροντιστή ): η μητέρα αναγνωρίζει μέσω της σωματικής έκφρασης τις ανάγκες του βρέφους και δίνει νόημα σε αυτές εκπληρώνοντας τες δια της επικοινωνίας . Το θεραπευτικό αναλυτικό παιχνίδι , ενδέχεται να είναι συμβολικό , κινητικό , λεκτικό ( π.χ. παιχνίδι ρόλων , κατασκευή αντικειμένων , ζωγραφική , αφήγηση ) και αναπόφευκτα ή και ηθελημένα επεκτείνει τη δράση του πέραν της γλωσσικής διάδρασης , συνυπολογίζοντας την εκφόρτιση στο σύνολο του ψυχοσωματικού πεδίου .

Τα παιδιά στο αναπτυξιακό στάδιο της προσχολικής αλλά και της σχολικής ηλικίας , παρουσιάζουν συχνά δυσκολίες προσαρμογής , οι οποίες ευρύνονται από το συναισθηματικό έως το συμπεριφορικό πεδίο δράσης . Πιο συχνά συναντάμε σε αυτή την ηλιακή φάση , αναπτυξιακές αποκλίσεις και προβλήματα συνηθειών . Για παράδειγμα , είναι πολύ συχνό φαινόμενο , η δυσκολία στον έλεγχο των σφιγκτήρων , συνήθειες τύπου rocking , πιπίλισμα δακτύλου , χτύπημα κεφαλής , αυνανισμός και στριφογύρισμα μαλλιών . Άλλες συχνές δυσκολίες , σχετίζονται με την διαταραχή της διατροφής αλλά και την διατάραξη του ύπνου . Δύναται βέβαια να εμφανίσουν και δυσκολίες που συνδέονται κυρίως με την επόμενη αναπτυξιακή φάση , όπως φόβοι , άγχος , οργή , εκρήξεις επιθετικότητας , υπερικινητικότητα κ.α.

Είναι επομένως , σημαντικό και γόνιμο ο γονέας να παρατηρεί και να αντιλαμβάνεται αυτά τα προειδοποιητικά σημάδια ώστε να μπορέσει να τα διαχειριστεί με την κατάλληλη συμβουλευτική βοήθεια . Όπως είπε και ο Winnicott , η ψυχική υγεία συνιστάται από τις αδιάκοπες φροντίδες της μητέρας , οι οποίες διευκολύνουν την συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού . Δεν υπάρχει λοιπόν , πιο ηχηρή εκδήλωση της ενεργούς φροντίδας του γονιού , από την αναζήτηση και μετέπειτα εμπλοκή σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία .