«Μητέρα νεκρή , γέννημα δίχως αγάπη» – Το Σύμπλεγμα της Νεκρής μητέρας

Μητέρα είναι εκείνη η φιγούρα , του πιο «κοντινού Άλλου» που ξέρει να απαντήσει στην έκκληση για ζωή λέει ο Φρόιντ . Μητέρα είναι το όνομα του Άλλου που απλώνει το γυμνό χέρι να κρατήσει αυτή τη  ζωή που έρχεται στον κόσμο , η αγκαλιά που θα χωρέσει μια ψυχή και μέσα στην ψυχή ένα ταξίδι ολόκληρο , τα μάτια που θα γίνουν βλέμμα και ύστερα καθρέφτης για να πουν σε εκείνη την ύπαρξη πως «υπάρχει» .  Η μητέρα είναι και θα παραμένει να είναι ένα πρόσωπο μυθικό και ταυτόχρονα αδιαπραγμάτευτα πραγματικό . Πηγή της ζωής, κάθε ζωής . Στη μητέρα αποδίδονται όλα και στη μητέρα καταλογίζονται όλα .

 Στο ποίημα « ο Δαίμονας» , ο Σαχτούρης μετράει και ξανά μετράει τα δάκρυα της μητρός του .  O ποιητής αποτυπώνει την εικόνα του δράματος μιας μητέρας ερημωμένης και απαρηγόρητης , μια μορφή απόμακρη , άτονη , πρακτικά άψυχη , που παίρνει τα χρώματα του πένθους : μαύρο και άσπρο , μαύρο σαν την κατάθλιψη και άσπρο σαν την αίσθηση του κενού όπως έχει πει ο Green . Ο Σαχτούρης θα μπορούσε να μας μιλά για μια μητέρα ζωντανή αλλά ουσιαστικά νεκρή για το παιδί που μόλις έχει φέρει στον κόσμο . Μια μητέρα που εξακολουθεί να παρέχει τη φροντίδα , την τροφή , το  γάλα αλλά δεν  παρέχει το μέλι όπως έλεγε ο Φρόμ . Πρόκειται για την παρουσία της απούσας μητέρας  ή την νεκρική παρουσία  . ( Γαλανάκη , 2003)   Η νεκρή μαμά είναι ένα παράδειγμα τραύματος  , το οποίο φέρει το παιδί ως ενήλικας και τείνει να επαναλαμβάνεται σε όλη την μετέπειτα ζωή του .

Το Σύμπλεγμα της Νεκρής Μητέρας , αναφορικά με το παιδί  εκκινά από ένα μητρικό πένθος ,  πολλές φορές αιφνίδιο , υπό την έννοια ότι εμφανίζεται μετά την άφιξη του παιδιού στην οικογένεια ,  τα αίτια του οποίου ποικίλουν ,  και  συνήθως μένουν ανομολόγητα . Η νεκρή μητέρα , μια καταθλιπτική μητέρα , αρνούμενη να βιώσει τον πόνο που συναντά στις εσωτερικές διακυμάνσεις της ψυχικής της ζωής αποκόπτεται από το σύνολο των ψυχικών διαδικασιών της . Επιλέγει να αποσυνδεθεί από τις συγκινήσεις , και να μετατραπεί σε ένα είδος παθητικής γυναίκας , ηττημένης από τα αναπάντεχα πλήγματα απέναντι στα οποία είναι σαν μην αντιδρά , παραμένει νεκρή . Αναπόφευκτα αυτή η μητέρα θα αποεπενδύσει και από το παιδί της . Για το βρέφος , που έρχεται στον κόσμο ,  με την παραισθησιακή παντοδυναμία και την πίστη ότι όλος ο κόσμος εξαντλείται στο σώμα του , η μητρική αποστροφή διαταράσσει απροσδόκητα και συθέμελα το ψυχικό του σύμπαν . Το βρέφος έρχεται αντιμέτωπο με την απώλεια της αγάπης της μητέρας , αλλά και με το αναπάντητο ερώτημα που αφορά την ξαφνική μεταστροφή της συμπεριφοράς της πιο πολύτιμης και μοναδικής φιγούρας που γνωρίζει . Η μητέρα μετατρέπεται απρόσμενα σε μια μορφή απόμακρη , άτονη , άψυχη .  Έχει πια αυτά τα χέρια που κρατούν το βρέφος , αλλά μόνο το κρατούν , δεν το αγκαλιάζουν και εκείνα τα μάτια που μόνο το κοιτούν αλλά δεν το βλέπουν .  Αυτή η μεταμόρφωση στην ψυχική ζωή του παιδιού βιώνεται ως προδοσία , εγκατάλειψη ,  απόλυτη καταστροφή ,  διότι χωρίς καμία  προειδοποίηση η αγάπη χάθηκε .

Ένα τέτοιο βίωμα έχει τόσο ναρκισσιστικές όσο και αντικειμενότροπροπες προεκτάσεις , εκχέοντας ένα αίσθημα  ανικανότητας σε όλους τους τομείς της ζωής .  Οι άνθρωποι που μεγάλωσαν με μια νεκρή μητέρα διακατέχονται από την πεποίθηση ότι δεν αξίζουν μια καλύτερη συνθήκη ζωής και δεν αποζητούν την ευημερία . Έχουν επιλέξει ασυνείδητα να ταυτιστούν με το μορφοείδωλο της ηττημένης και αποσυρμένης νεκρής μητέρας .  Κατά τον Green , δεν καταφέρνουν απλώς να ταυτιστούν και να μιμηθούν τη μητέρα αλλά γίνονται η νεκρή μητέρα . Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν να αγαπούν , δεν ξέρουν να μοιραστούν . Η μοναξιά για αυτούς είναι επιλογή , μια κατάσταση  μέσα στην οποία  φωλιάζουν και βιώνουν ασφάλεια και όχι μια συνθήκη προς αποφυγήν.

Το παιδί της νεκρής μητέρας είναι για τον Bollas ο επιζήσασας ενός προηγηθέντος «θανάτου» , στο οποίο μπορείς να αντιληφθεί κανείς  από τον τρόπο που περπατά τη ζωή τα τραύματα που φέρει στο σώμα του .  Ως ενήλικας έχει την άσβεστη ανάγκη να διατηρεί και να συντηρεί φαντασιωσικά ζωντανή την εικόνα της νεκρής μητέρας μέσα του και στην καθημερινότητα του να βρίσκεται συνεχώς σε μια διαλεκτική σχεδόν ηδονική διάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου . Μαγεύεται από την κουλτούρα του τρόμου , τις ταινίες θρίλερ , τα  βιβλία τρόμου , τις φιγούρες τραυματισμένων ανθρώπων , τις  μακάβριες καταστροφές και ότι αντανακλά την εσωτερικευμένη μητρική «νεκρόπολη» .  Μπορεί να εμφανίζεται αναπτύσσοντας ένα τερατώδη εαυτό , κυριευμένο από μίσος και την επιθυμία να κάνει κακόβουλες , εχθρικές και καταστροφικές πράξεις . Δεν πρόκειται όμως για ένα ζωντανό δολοφόνο , δεν είναι εγκληματίας  . Πρόκειται για  ένα βαθιά  τραυματισμένο ψυχισμό  , ο  οποίος βιώνει το σύμπαν απορριπτικό και συνεπώς άξιο τιμωρίας . Μέσω αυτής της συμπεριφοράς τραυματίζει τους άλλους , με τον τρόπου που είχε τραυματιστεί και ο ίδιος κάποτε . Μέσω την ταύτισης που έχει προηγηθεί με την μητέρα αποζητά να προξενήσει στα πρόσωπα και στα αντικείμενα το ίδιο τραύμα που υπέστη εκείνος καταφέρνοντας πολλές φορές να προξενήσει στον ανυποψίαστο πλησίον του κάποιου είδους «μικρό-τραύμα».  Το υποκείμενο ενδέχεται να λύσει τα δεσμά  του με κάποιο άλλο σημαντικό φαινομενικά πρόσωπο , υπό την μορφή ξαφνικού θανάτου με την συμβολική έννοια της λέξης . Ο χωρισμός μπορεί να πάρει τη μορφή της αιφνίδιας εγκατάλειψης ή της φυγής χωρίς προειδοποίηση  με σκοπό να μεταφέρει μια πλευρά της μητρικής νεκρικής ψυχής , να επαναλάβει το δικό του τραυματικό βίωμα από θέση ισχύος , από τη θέση το θύτη αυτή τη φορά .

Στα πλαίσια του Συμπλέγματος της νεκρής μητέρας , το αρχαϊκό τραύμα προξενεί τόσο πόνο στο παιδί , ώστε  δύναται  στην ενήλικη φάση ζωής να επανέρχεται στην πρωτόγονη και πληγείσα πλευρά του εαυτού του και  να αναβιώνει διαρκώς δυσφορικά συναισθήματα . Ως ενήλικας βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια μόνιμη κατάσταση αγωνίας που τον ωθεί στην δημιουργία εσωτερικών αντικειμένων , με τη μορφή πολλές φορές βίαιων φαντασιώσεων , οι οποίες έχουν  σκοπό να εκφράσουν τα ανομολόγητα εχθρικά αισθήματα που τρέφει . Ταυτοχρόνως , εμφορείται από μια ασυνείδητη ενοχή , για το μίσος που απευθύνει στους γονείς του με αποτέλεσμα να αναζητά την δική του τιμωρία , αναπτύσσοντας μια μαζοχιστική στάση .

Το γέννημα της νεκρής μητέρας είναι ένα γέννημα χωρίς αγάπη . Είναι  ένας άνθρωπος που φοβάται και είναι επιφυλακτικός , μπροστά σε οποιαδήποτε διαδικασία αλλαγής εξέλιξης ακόμα και αν πρόκειται για κάτι καλύτερο . Για αυτόν η αλλαγή , έχει βιωθεί ως καταστροφή , εγκατάλειψη .  Έχει ανάγκη να βιώσει  το αβίωτο πένθος της μητέρας ώστε να πάψει να είναι λευκό και βουβό . Η μητέρα πρέπει μια μέρα να πεθάνει , ώστε μια άλλη μητέρα να αγαπηθεί» ( Τζαβάρα Κ.) . Κ εδώ μιλάμε για έναν θάνατο , συμβολικό , εσωτερικό ο οποίος είναι αργός και συνεχής . Στο θεραπευτικό πλαίσιο , ο άνθρωπος που «τραυματίστηκε» από την νεκρή μητέρα μπορεί να «ξαναβρεί» αυτό που «χάθηκε» , να βιώσει την παρουσία έναντι της απουσίας και τον κράτημα έναντι της πτώσης . Σε ένα πλαίσιο θεραπευτικό το γέννημα της νεκρής μητέρας μπορεί να ελπίζει ότι θα γίνει , ένα γέννημα έχον αγάπη .

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

Share on facebook
Share on Facebook
Share on twitter
Share on Twitter
Share on linkedin
Share on Linkdin
Share on pinterest
Share on Pinterest

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ